- καταλασπώνω
- λασπώνω κάποιον εντελώς, τόν γεμίζω λάσπες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταλασπώνω — καταλάσπωσα, καταλασπώθηκα, καταλασπωμένος, γεμίζω κάτι ή κάποιον με λάσπες: Καταλασπώθηκα στο χωράφι που μπήκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταβορβορώ — καταβορβορῶ, όω, (Α) λερώνω με λάσπες, καταλασπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βορβορῶ (< βόρβορος «βούρκος»)] … Dictionary of Greek